-
1 βάση
[-ις (-εως)] η1) основание; фундамент; опора;στη βάση τού μνημείου — у основания памятника;
2) основание, причина, мотив;νόμιμη βάση — законное основание;
επί τη βάσει τού νόμου... — на законном основании;
3) база, основа;υλική (ενεργειακή) βάση — материальная (энергетическая) бгш;
βάση πρώτων υλών — сырьевая база;
παίρνω σαν βάση — или αποδέχομαι ως βάσιν — принимать за основу;
βάζω τίς βάσεις — закладывать основы;
έχω βάση — базироваться (на чём-л.);
4) перен. база, основа, подготовка;είχε καλές βάσεις από το δημοτικό — у него была хорошая подготовка ещё с начальной школы;
5) воен, база;πυραυλικές βάσεις — или βάσεις πυραύλων — ракетные базы;
ναυτική βάση — военно-морская база;
αεροπορική βάση — военно-воздушная база;
6) проходной балл (на конкурсных экзаме- нах);δέν έλαβε την βάση — он не набрал нужного количества очков;
7) ставка;τιμολογικές βάσεις — тарифные ставки;
8) тех станина; шасси;9) филос, базис;η βάση και το εποικοδόμημα — базис и надстройка;
10) хим., мат. основание;11) анат. основание;βάση κρανίου — основание черепа;
12) πλ. основы;βάσεις τού μαρξισμού-λενινισμού — основы марксизмаленинизма;
13) πλ. устои;βάσεις της κοινωνίας — устои общества;
ηθικές βάσεις — нравственные устои;
έχει ηθικές βάσεις — он человек высокой нравственности;
§ βάζω ( — или δίδω) βάση σε... — доверять, верить, полагаться;
επί τη βάσει... — или βάσει... (με γεν.) — на основе, на базе чего-л., на основании чего-л., исходя из...
-
2 авиабаза
η αεροπορική βάση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиабаза
-
3 база
ба́з||аж1. (основа, основание) ἡ βάση [-ις], τό θεμέλιο[ν]:экономическая (энергетическая) \база ἡ οἰκονομική (ή ἐνεργειακή) βάση; материальная \база ἡ ὑλική βάση; сырьевая \база ἡ βάση πρώτων ὑλῶν; на \базае чего-л. ἐπί τῆ βάσει, πάνω στή βάση;2. воен. ἡ βάση [-ις]:военно-морская \база ἡ ναυτική βάση; военно-возду́ш-ная \база ἡ ἀεροπορική βάση;3. (склад) ἡ ἀποθήκη;4. (туристическая и т. п.) ἡ βάση [-ις], ὁ σταθμός:экскурсионная \база ὁ ἐκδρομικός σταθμός. -
4 база
-ы θ.1. βάση, βάθρο•база колоны η βάση της κολόνας.
2. το κύριο, το σπουδαιότερο στο οποίο στηρίζεται κάτι•экономическая οικονομική βάση•
сыревая база βάση πρώτων υλών.материальная база η υλική βάση.
|| αποθήκες, εγκαταστάσεις•военная база στρατιωτική βάση•
база во-; енно-морская база ναυτική βάση•
авиационная -αεροπορική βάση.
|| αποθήκη υλικών, εμπορευμάτων κλπ.3. τουρσ. σταθμός•экскурсионная база εκδρομικός σταθμός.
-
5 авиабаза
-
6 авиабаза
авиа||базаж ἡ ἀεροπορική βάση [-ις]. -
7 αεροπορικός
-
8 αεροπορία
[аэропориа] ουσ. Θ. авиация, αεροπορική βάση: авиабазаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αεροπορία
-
9 авиабаза
[αβιαμπάζα] ουσ. θ. αεροπορική βάση -
10 αεροπορία
[аэропориа] ουσ θ авиация, αεροπορική βάση: авиабаза. -
11 авиабаза
[αβιαμπάζα] ουσ θ αεροπορική βάση -
12 авиабаза
-ы θ.αεροπορική βάση.
См. также в других словарях:
βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… … Dictionary of Greek
Μάντανγκ — (Madang). Πόλη (35.300 το 2003) της Παπούα Νέας Γουινέας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στη βορειοανατολική ακτή του νησιού της Νέας Γουινέας, στον κόλπο του Αστρολάβου. Είναι δραστήριο λιμάνι και σημαντική αγορά γεωργικών… … Dictionary of Greek
Σάνον — (Shannon). Ποταμός (μήκος 360 χλμ., λεκάνη 15.695 τ. χλμ.) της Ιρλανδίας, ο μεγαλύτερος του νησιού. Πηγάζοντας από τους πρόποδες του όρους Κουιλήφ στην κομητεία Κάβαν, διασχίζει στην αρχή της διαδρομής του μια γραφική κοιλάδα ανάμεσα σε χαμηλούς… … Dictionary of Greek
Χριστουγέννων, Νησί των- — Χριστουγέννων ΝησίΜια από τις ισημερινές Σποράδες, νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού. Βρίσκεται στα Ν των νησιών Χαβάη και είναι η μεγαλύτερη ατόλη του Ειρηνικού (έκταση 243 τ. χλμ. πληθυσμός 250 κάτ.). Το νησί ανακαλύφθηκε το 1777 από τον πλοίαρχο… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Κουβέιτ — Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κουβέιτ Έκταση: 17.818 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.111.561 (2002) Πρωτεύουσα: Κουβέιτ (32.600 κάτ. το 2003)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β και ΒΔ με το Ιράκ και στα Ν και ΝΔ με τη Σαουδική… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek